ἤνοιξα

ἤνοιξα
ἀνοίγνυμι
open
aor ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναμίγω — (Μ ἀναμίγω) αναμειγνύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναμιγνύω με μεταπλασμό από τον αορ. ἀνέμιξα κατά το αντίστροφο σχήμα ἤνοιξα ἀνοίγω) …   Dictionary of Greek

  • ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …   Dictionary of Greek

  • νεκρικός — ή, ό (ΑΜ νεκρικός, ή, όν) [νεκρός] 1. αυτός που ανήκει αναφέρεται ή αρμόζει σε νεκρό ή στους νεκρούς, νεκρώσιμος, επιθανάτιος (α. «νεκρική λαμπάδα» β. «νεκρικός θάλαμος» ο θάλαμος στον οποίο τοποθετείται ο νεκρός πριν από την κηδεία) 2. ο όμοιος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”